χρυσοκοντυλιά

χρυσοκοντυλιά
η, Ν
βλ. χρυσοκονδυλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκονδυλιά — η, ΝΜ, και χρυσοκοντυλιά, Ν 1. (στην μεταβυζαντινή αγιογραφία) διακόσμηση με χρυσό τών πτυχώσεων τών ενδυμάτων τών αγίων 2. διακόσμηση αρχαίων χειρογράφων με χρυσά γράμματα, ποικίλματα και μικρογραφίες 3. συνεκδ. χρυσό ποίκιλμα σε κώδικα ή σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”